446px-Γιώργος_Ροκίδης.jpg

Συνέντευξη εφ΄ όλης της ύλης παραχώρησε στην ιστοσελίδας μας ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και προπονητής, Γιώργος Ροκίδης.

Ο Γιώργος Ροκίδης είναι γεννημένος στις 17/8/1945 και αγωνιζόταν ως μέσος. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο από τα τσικό του Αιγάλεω και το 1962 προωθήθηκε στην αντρική ομάδα, στην οποία αγωνίστηκε έως το 1964. Από το 1964 έως το 1972 αγωνίστηκε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού και κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1965, 1969, 1970, 1972), 2 κύπελλα (1967, 1969) και ήταν μέλος της ομάδας που έφτασε έως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971. Ακολούθησε η τριετής (1972-1975) παρουσία του στον Ηρακλή και έκλεισε την καριέρα του αγωνιζόμενος για τον ΑΟ Χανίων το 1977.

Έκτοτε ακολούθησε η προπονητική του πορεία σε: ΑΟ Χανίων, ΑΣ Ζακύνθου, Αίαντα Σαλαμίνας, Αστέρα Αμαλιάδας, ΑΣ Παπάγου, ΑΟ Κέρκυρα, Όλυμπο Κέρκυρας, ΑΟ Κασσιώπης, ΑΕ Λευκίμμης, ενώ για 18 μήνες είχε τη δική του ακαδημία στην Κέρκυρα και συγκεκριμένα στο Κανόνι. Τη σεζόν 2000 -2001 ήταν γενικός αρχηγός του ΑΟ Κέρκυρα, ο οποίος αποτέλεσε και τον τελευταίο σταθμό της αθλητικής του σταδιοδρομίας.

 

380px-Γιώργοσ_Ροκίδης_Παναθηναϊκός.jpg

 

Πότε και πώς ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με το ποδόσφαιρο;

Mετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εγώ είμαι γεννημένος στις 17/08/1945. Τότε η Ελλάδα προσπαθούσε να ξαναγεννηθεί, η μόνη διέξοδος που είχαμε σαν παιδιά την εποχή εκείνη στα Προσφυγικά του Αιγάλεω ήταν η μπάλα. Μάλιστα, είχαμε και ινδάλματα! Την επoχή εκείνη στο Αιγάλεω υπήρχαν 4-5 ομάδες φτιαγμένες από πρόσφυγες και φυσικά η μεγάλη ομάδα του Αιγάλεω. Κάποια στιγμή ο Τρύφων Τζανετής μάζεψε τα πιτσιρίκια από την περιοχή στην ομάδα και μας έδωσε ιματισμό, καθώς είχε μαγαζί με αθλητικά είδη. Τότε το Αιγάλεω ήταν "ποδοσφαιρομάνα" , η πρώτη στην Ελλάδα, ακολούθησε η Νέα Σμύρνη στη συνέχεια. Το Αιγάλεω ανέδειξε Παπαποστόλου, Μαρδίτση, Κανελλόπουλο και μερικούς ακόμη παίκτες που δεν τους τα πήγε τόσο καλά η ζωή και έμειναν για πάντα στο Αιγάλεω, όπως π.χ. ο μεγάλος γκολκίπερ της εποχής, Χρήστος Αντύπας και το δεκάρι ο Σταύρος Ρουμελιώτης.

Τότε, λοιπόν, οι πιτσιρικάδες παίζαμε πριν αρχίσει το παιχνίδι της πρώτης ομάδας. Μπαίναμε τσάμπα στο παλιό γήπεδο του Αιγάλεω και βλέπαμε σπουδαία ματς όπως Αιγάλεω - ΟΦΗ, Αιγάλεω - Παναχαϊκή, Αιγάλεω - Πανελευσινιακός κ.α. Για εμάς όταν παίζαμε πριν τον αγώνα ήταν κάτι πολύ σπουδαίο έξω μας παρακολουθούσαν οι φίλοι μας, οι φίλοι του Αιγάλεω που περίμεναν να δουν τη μεγάλη ομάδα. Για το λόγο αυτό εγώ έγινα και υποστηρικτής της ομάδας.

Υπέγραψα το πρώτο μου δελτίο το 1958. Ο Τζανετής όταν μας έβαζε εμάς τους πιτσιρικάδες να παίξουμε ήταν πάντα εκεί με μία φόρμα της εποχής, ένα στυλό, ένα τετράδιο και μία σφυρίχτρα. Με τη σφυρίχτρα σφύριζε τα φάουλ και τα αράουτ (πλάγιο) και με το στυλό έγραφε στο τετράδιο όποιον από τους πιτσιρικάδες του έκανε εντύπωση. Μετά έδινε τα στοιχεία του στο γενικό αρχηγό, το Βούρτσο και αυτός μας καλούσε να βγάλουμε φωτογραφία για το δελτίο.

Γύρω στα 80-100 παιδιά απαρτίζαμε τέσσερις μικρές ομάδες (περίπου από 20 άτομα η κάθε ομάδα). Ήταν ο Αχιλλέας (μπλε), ο Αγαμέμνωνας (κίτρινα) και άλλες δύο ομάδες. Η μεγαλύτερη χαρά μας δεν ήταν μόνο οι αγώνες του εσωτερικού αυτού πρωταθλήματος, αλλά όταν τη Δευτέρα που ο προπονητής είχε ρεπό ερχόταν στην προπόνησή μας, καθώς είχαν σαγηνευτεί από κάποιους πιτσιρικάδες. Αυτό το έκανε και ο Τζανετής και ο Σίμος και ο Ρίμπας. Μπορεί να έπαιρναν και δύο λεωφορεία για να έρθουν. Μπορεί να ήταν πίσω σε προπονητικές γνώσεις, όμως είχαν μεράκι, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και αγαπούσαν το ποδόσφαιρο. Τους οφείλουμε πολλά! 

Ο Μάγειρας (Γιώργος Σίμος) σπουδαίο χαφ της ΑΕΚ και της Εθνικής Ελλάδος (μάγειρας λεγόταν γιατί ο πατέρας του είχε μαγειρείο στη Νάξο) είχε έρθει μία Δευτέρα και μου εκμυστηρεύτηκε, θέλω να σε βάλω να παίξεις άλλα δεν μπορώ γιατί είσαι μικρός. Φαινόταν όμως ότι πίστευε σε μένα και με συμπαθούσε. 

Σε μία προπόνηση δεν μας έβαλε να παίξουμε ποδόσφαιρο, μας έβαλε να κάτσουμε στον ήλιο και μας έβγαλε ένα λόγο. Εκεί έμαθα κάτι που αργότερα είδα να κάνει και ο Μπράιαν Κλαφ, τους ποδοσφαιριστές δεν τους βάζεις ποτέ να κάθονται απέναντι στον ήλιο. Τότε σήκωσε μια μπάλα και μας ρώτησε τι έχει μέσα. Άλλος είπε δέρμα, άλλος σαμπρέλα, άλλος αέρα. Εγώ δεν είπα κάτι. Στο τέλος μας εξήγησε ότι η μπάλα έχει δόξα, γυναίκες, αυτοκίνητα, ταξίδια, σπίτια, αναγνώριση, λεφτά. Αυτό δεν έπαψα ποτέ να το λέω. Αυτό το βρήκαν μπροστά μου πολλοί καλύτεροι ποδοσφαιριστές από εμένα, ο Λινοξυλάκης, ο Νεστορίδης, ο Σιδέρης, ο Μπέμπης, ο Στεφανάκος, ο Παπαιωάννου, ο Δομάζος, ο Λουκανίδης, ο οποίος ήρθε από τα λίγα φώτα της Δράμας και έπεσε στα πολλά φώτα της Αθήνας.

Έπαιξα, λοιπόν, στο Αιγάλεω με πρώτο προπονητή το Χρήστο Ρίμπα (ο οποίος για μένα ήταν ο καλύτερος άνθρωπος) και μέσα από εκεί αναδείχθηκα. Εκεί επαληθεύτηκε ο Μάγειρας, ο οποίος ήθελε να με αναδείξει. Αυτός ήταν ο στόχος των παλιών προπονητών να αναδείξουν όσο το δυνατόν περισσότερους ποδοσφαιριστές και το μετέδωσαν και σε εμάς. Το ίδιο προσπάθησα να κάνω και εγώ εδώ στην Κέρκυρα, υπήρχαν πολλοί που μπορούσαν να κάνουν καριέρα και από τις ομάδες που προπόνησα και από την ακαδημία στο Κανόνι.

 

Πώς αισθανθήκατε όταν πετύχατε το πρώτο σας γκολ με τη φανέλα του Αιγάλεω κόντρα στη Νίκη Βόλου;

Ήταν εκτός έδρας, παίζαμε στη Νέα Ιωνία του Βόλου κόντρα σε μία προσφυγική και πολύ μεγάλη ομάδα είχαμε αντιπάλους όπως τον Κοκκινάκη και τον Τζίνη, οι οποίοι μετέπειτα αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό, τον Καλλιοντζή ένα καταπληκτικό σεντερ φορ, το Λαλέ, τον Ανδρέου κ.α., ήταν πολύ αξιόλογα τα παιχνίδια μεταξύ Αιγάλεω και Νίκης Βόλου. Είχαμε και εμείς βέβαια πολύ καλούς παίκτες όπως τον Μαραμενίδη, τον Καραβουτυράτο, τον Αντύπα κ.α.

Το γκολ ήταν το δεύτερο της ομάδας μου και κερδίσαμε 1-2. Είχε νωρίτερα ισοφαρίσει ο Μαραμενίδης και εγώ με ένα αριστερό σουτ (παρότι το αριστερό δεν ήταν το καλό μου πόδι) έβαλα το νικητήριο γκολ. Πέταγα από τη χαρά μου. Ήμουν πιτσιρικάς 17 ετών και γινόταν κουβέντα γύρω από το όνομα μου. Οφείλω πολλά στους τότε συμπαίκτες μου που με βοήθησαν πολύ. Υπήρχαν βέβαια και μνησικακίες από κάποιους συμπαίκτες. Εγώ είχα την οξυδέρκεια να διαβάζω βιβλία και να ακούω αυτούς από τους οποίους θεωρούσα ότι θα αποκομίσω κάτι.

Όταν γυρίσαμε από το Βόλο ζούσε ένα όνειρο, παράλληλα ντρεπόμουν κιόλας, όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα και την επόμενη μέρα αγόρασα μία εφημερίδα, καθώς δεν είχα χρήματα να τις αγοράσω όλες, τις υπόλοιπες πήγα στο περίπτερο και τις διάβασα όπως ήταν κρεμασμένες. Η Τρίτη ήταν πανηγυρική μέρα, καθώς έβγαινε η Ομάδα, του ομίλου Λαμπράκη, η οποία είχε πολύ καλούς δημοσιογράφους μεταξύ των οποίων και ένας Γάλλος ο Μάρκ Μαρσώ, ο οποίος ασχολούταν με το ξένο ποδόσφαιρο και μόνο αν κάτι του έκανε πολύ θετική εντύπωση στο ελληνικό ποδόσφαιρο έγραφε. Τότε ο Μάρκ Μαρσώ είχε γράψει δύο λόγια και για μένα, ήταν ότι καλύτερο για εκείνη την εποχή. 

 

Ροκίδης.jpg

 

Το 1964 πήρατε μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό. Διαβάζοντας μία παλαιότερη συνέντευξη σας ο παππούς σας ο Μανώλης πήγαινε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη για να δει τον Παναθηναϊκό, ο πατέρας σας, Κλεάνθης ήταν και αυτός ένθερμος υποστηρικτής του Παναθηναϊκού. Οπότε υπήρχε το "παναθηναϊκό ερέθισμα". Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση ως ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού; Μάλιστα, σας κέρδισε από τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ που σας διεκδικούσαν επίσης.

Ο πατέρας μου παρότι ήταν Παναθηναϊκός, βλέποντας εμένα να παίζω στο Αιγάλεω έβγαλε ένα ποίημα: Καμάρι του Αιγάλεω Γιωργάκη μας Ροκίδη / που παίζεις μπάλα τεχνική και ορμητικό παιχνίδι / τα σουτ σου είναι κεραυνός / ντρίπλα και σουτ και χάρη /  τις κεφαλιές δεν βρέθηκε κανένας να στις πάρει / γι΄ αυτό και το Αιγάλεω πάντα σε σένα ελπίζει / και αγάπη δόξα και τιμή πάντα θα σου χαρίζει.

Ο Παναθηναϊκός δε θα με κέρδιζε. Όμως όλα τα χρόνια οι παίκτες του Αιγάλεω πήγαιναν στην ΑΕΚ, ο Τζανετής είχε πάει από το Αιγάλεω προπονητής στην ΑΕΚ και στο Αιγάλεω είχε έρθει ο Μάγειρας και μας ανέβασε Α΄ Εθνική και στη Ριζούπολη πρεμιέρα πρωταθλήματος τη σεζόν 1962-63 χάσαμε 8-0. Τότε έσπασε κάτι μέσα μου για την Ένωση, η οποία πρεσβεύει την προσφυγιά. Είπα πώς είναι δυνατόν είμαστε σαν θυγατρική της ΑΕΚ και εκεί αγωνιζόταν τρεις πρώην ποδοσφαιριστές του Αιγάλεω Παπαποστόλου, Σεραφείδης, Μαρδίτσης. Αιγαλεώτες. Γιατί δεν σταμάτησαν σκεφτόμουν, πώς θα συνέλθουμε. 

Εκεί ο κόσμος άρχισε να αντιδρά προς τη διοίκηση, η οποία έδινε παίκτες μόνο στην ΑΕΚ. 

Το 1964 αποφάσισε να δώσει έναν παίκτη στον Ολυμπιακό τον Διαμαντόπουλο και εμένα στον Παναθηναϊκό. Έτσι έγινε η μεταγραφή μου στον Παναθηναϊκό. Λόγω οικογένειας και λόγω του ότι ο Παναθηναϊκός ήταν ομάδα πρότυπο για την εποχή, ήταν μία ομάδα που συμπαθούσα.

 

Ένα σχόλιο για την οκταετή θητεία σας στον Παναθηναϊκό;

Δεν μπορείς με ένα σχόλιο. Όπως ερμήνευσε και ο Καζαντζίδης "η ζωή μου όλη"! Όπως είπα και πρόσφατα στο ντοκιμαντέρ που έγινε για τα 50 έτη από τον τελικό του Γουέμπλει. Είχα πει χωρίς να έχει βγει στο "φως" ότι ο Παναθηναϊκός ήταν ένα πανεπιστήμιο, όχι μόνο για εμένα, αλλά για πολλούς ποδοσφαιριστές. Ο Παναθηναϊκός σφυρηλάτησε χαρακτήρες, δημιούργησε ανθρώπους, εκπλήρωσε τα νεανικά μας χρόνια και μας έκανε να τον αγαπήσουμε παράφορα. Ο Παναθηναϊκός είναι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί στη ζωή μου μετά την οικογένεια μου. Έπαιξα οκτώ χρόνια, μέσα στα οποία πέρασα την πόρτα του χειρουργείου τέσσερις φορές. Ήταν επώδυνο. Εάν η αθλητική ιατρική ήταν όπως σήμερα θα συνέχιζα να παίζω στον Παναθηναϊκό. Αλλά εάν ξαναγεννιόμουνα πάλι στον Παναθηναϊκό θα πήγαινα. Δεν το αλλάζω με τίποτα, καθώς ήταν μεγάλες οι χαρές που πήρα.

 

 

279442989_1027210391555083_3863318138282393031_n.jpg

Πώς αισθανθήκατε όταν με τη φανέλα του Παναθηναϊκού πετύχατε ένα σημαντικό γκολ κόντρα στην Νταρίνγκ Μόλενμπέκ;

Υπάρχει μία μεγάλη ιστορία πίσω από αυτό το γκολ. Το 1968 ο Λάκης Πετρόπουλος είχε κάνει μία ολοκληρωτική ανανέωση. Είχε φέρει στον Παναθηναϊκό πολλούς παίκτες (Γωνιό, Παπαδημητρίου, Δεληγιάννη, Ελευθεράκη, Φραντζή κ.α.). Κληρωνόμαστε με την Νταρίνγκ, το πρώτο παιχνίδι ήταν στο Βέλγιο και χάσαμε 2-1 (είχε βάλει το γκολ ο Γωνιός). Είχαμε μείνει σε ένα πολύ καλό ξενοδοχείο μέσα στο δάσος. Είχα μπει ως αλλαγή στη θέση του Αθανασόπουλου, αριστερό μπακ!

Εδώ να ανοίξω μία παρένθεση και να πω ότι στον Παναθηναϊκό έχω παίξει σε εννέα θέσεις.

Στην εντός έδρας αναμέτρηση ήμουν στον πάγκο. Τότε είχε βγει μία φήμη ότι ο Πετρόπουλος ήταν αυτός που έφερε σε ρήξη το Μαντζαβελάκη με το Μπόμπεκ για δικό του όφελος. Ο κόσμος είχε αρχίσει να είναι εναντίον του Πετρόπουλου. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι είχαν έρθει πίσω από τα κάγκελα και τον έβριζαν, ήταν οι λεγόμενοι «καγκελάκηδες». Λίγο μετά το 80΄ ο Πετρόπουλος γύρισε να δει ποιοι τον έβριζαν, κάτι το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα να δει εμένα. Μου λέει «μπες μέσα», τότε δεν κάναμε ούτε ζέσταμα, ούτε διατάσεις και αμέσως μπήκα μέσα στη θέση του Πιτιχούτη. Μου δώθηκε μία ευκαιρία, έκανα ένα δυνατό σουτ με το αριστερό και έστειλα τη μπάλα στα δίχτυα. Ήταν εντυπωσιακό γκολ. Λίγα λεπτά μετά ο Φραντζής έβαλε το δεύτερο γκολ και «σφράγισε» την πρόκριση.

Το βράδυ μετά τον αγώνα, πήγαμε στην Παμέλα στη Νεράιδα, εκεί τραγουδούσε η Μαρινέλλα με το φίλο μου το Γιάννη Πουλόπουλο. Ανοίγω και πάλι παρένθεση για να σου πω ότι εγώ, ο Θανάσης ο Ιντζόγλου και ο Γιάννης ο Πουλόπουλος δουλεύαμε σε νεαρή ηλικία σε μία πολυκατοικία επί της οδού Φιλολάου αυτοί οι δύο ως μπογιατζήδες και εγώ ως μαραγκός. Οι τρεις μας ψάχναμε ποιο διαμέρισμα είχε ανάγκες ώστε να δουλεύουμε μαζί και παράλληλα να τραγουδάμε. Εγώ και ο Θανάσης γίναμε ποδοσφαιριστές και ο Γιάννης ξεκίνησε και αυτός να παίζει ποδόσφαιρο, όμως εξελίχθηκε σε μέγα τραγουδιστή.

Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ ήρθε ο Γιάννης μας αγκάλιασε και με ρώτησε ποιο τραγούδι ήθελα να μου αφιερώσει. Του είπα το «θα πιω απόψε το φεγγάρι» ρώτησε και το Γραμμό και του είπε το «μη του μιλάτε του παιδιού».

 

Εσείς σε ποιες θέσεις δεν παίξατε;

Εγώ δεν έπαιξα τερματοφύλακας και στόπερ. Έπαιξα δεξί μπακ σε προημιτελικό κυπέλλου με την Παναχαϊκή και σε έναν αγώνα με τον Πανιώνιο για να μαρκάρω τον αείμνηστο Θανάση Ιντζόγλου και έπαιξα και αριστερό μπακ πάλι κόντρα στην Παναχαϊκή για να μαρκάρω τον Ρήγα. Αυτό ακολούθησε και με την Ντάρινγκ.

 

Ποιο θεωρείτε ότι ήταν το μυστικό της επιτυχίας  για να φτάσει ο Παναθηναϊκός στον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών;

Δεν ήμουν μόνο εγώ αλλά και ο Δημητρίου. Εμείς οι δύο δεν παίξαμε καθόλου στην πορεία του Γουέμπλει, λόγω τραυματισμού.

Όταν ο Πούσκας ήρθε στον Παναθηναϊκό μας πήγε για προετοιμασία στην Ισπανία και μείναμε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο κέντρο της Μαδρίτης. Μετά από ένα φιλικό με τη Ρεάλ, όσοι είχαμε κάποια προβλήματα τραυματισμών πήγαμε στο γιατρό της Ρεάλ και εκεί ο γιατρός έβγαλε πόρισμα ότι εγώ, ο Δημητρίου και ο Κωνσταντίνου χρειαζόμαστε επέμβαση. Έτσι δεν ακολουθήσαμε την πορεία του Γουέμπλει σα μάχιμοι, όμως ήμασταν παρών σε όλα τα παιχνίδια.

Για εμάς ήταν μία ανεξίτηλη στιγμή στην αθλητική μας πορεία και πιστεύαμε από τότε ότι δε θα σβήσει ποτέ. Τότε λέγαμε ότι το αήττητο του 1963-64 έκανε γνωστό τον Παναθηναϊκό σε όλη την Ελλάδα και με την πορεία του Γουέμπλει κάναμε γνωστό τον Παναθηναϊκό σε όλο τον κόσμο. Η γνώμη μου είναι ότι η ομάδα του αήττητου ήταν καλύτερη από την ομάδα του Γουέμπλει, καθώς στο μεσοδιάστημα εξελίχθηκε το ποδόσφαιρο (τακτικές, προπόνηση, προγράμματα, αθλητικοί ιατροί κ.α.). Αυτό που «σημάδεψε» την πορεία αυτή ήταν οι πολύ καλές σχέσεις που είχαμε μεταξύ μας. Ήταν τα πιο παραγωγικά μας χρόνια. Εύχομαι και άλλη ομάδα ελληνική να φτάσει εκεί για να φημιστεί το ελληνικό ποδόσφαιρο. Όπως φημίστηκε με την κατάκτηση του Euro το 2004, όμως εν αντιθέσει με ότι έγινε στο μπάσκετ μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού το 1987, στο ποδόσφαιρο οι παράγοντες δεν μερίμνησαν για την περεταίρω βελτίωση του.

 

279671504_366506082107114_4821356741095832183_n.jpg

 

Πώς ήταν για εσάς να συνεργάζεστε με ένα τεράστιο όνομα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Φέρεντς Πούσκας;

Η διοίκηση του Παναθηναϊκού βρέθηκε να ψάχνει προπονητή εξ απροόπτου, καθώς ο Πετρόπουλος μέσω του Ασλανίδη μεταπήδησε στη Εθνική Ελλάδος και κάποιος από τη διοίκηση, ο οποίος είχε επαφές με τη Ρεάλ ζήτησε τον παλαίμαχο σέντερ μπακ της Ρεάλ, Σάντα Μαρία, ο οποίος όμως δεν ήθελε να απομακρυνθεί από την Ισπανία, τότε το γραφείο της Ρεάλ του πρότεινε τον Πούσκας. Μέγεθος τεράστιο. Ήταν για μας δώρο θεού, αυτός ο μέγιστος άνθρωπος δεν ήταν καλός προπονητής είχε όμως τέτοιες αρετές που έκανε τον Παναθηναϊκό πολύ μεγάλο. Για τα χρόνια του ήταν ένας από τους 5 καλύτερους ποδοσφαιριστές του πλανήτη.

Ήταν όμως πολύ έξυπνος. Όταν ο Μπερναμπέου τον πήρε στη Ρεάλ είχε πολλά κιλά, καθώς λόγω της εισβολής των Σοβιετικών στην Ουγγαρία δεν είχε γυρίσει στη χώρα του, απείχε για δύο χρόνια από την ενεργό δράση και ζούσε στα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία. Όταν πήρε τη μεταγραφή ήταν επίσης και σε μεγάλη -για την εποχή- ποδοσφαιρικά ηλικία. Οι φίλοι της Ρεάλ έλεγαν πώς ο Μπερναμπέου τρελάθηκε.

Σε μία από τις τέσσερις χρονιές που πήγαμε με τον Παναθηναϊκό στην Ισπανία για προετοιμασία μας έπιασε ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας Colon, ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Πούσκας μας διηγούταν ιστορίες που ο ίδιος δεν μπορούσε να μας πει. Όταν είπε στον Μπερναμπέου ότι έχει παραπάνω κιλά, ο Μπερναμπέου του είπε πώς αυτό είναι δικό του πρόβλημα. Τότε προπονούταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στο προπονητικό κέντρο της Ρεάλ για να εμφανιστεί με λιγότερα κιλά στην πρεμιέρα κόντρα στην Ατλέτικο.

Στη συνεργασία μας στον Παναθηναϊκό δύο πράγματα μου κίνησαν την απορία. Το ένα ήταν ότι δεν έκανε καμία αλλαγή στον τελικό. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι μετά το γκολ του Βαν Ντάικ στο 6ο λεπτό, έβλεπε ότι το σκορ μένει σταθερό, χάσαμε μία σπουδαία ευκαιρία με τον Αντωνιάδη και τον πήγαινε έτσι η ροή του παιχνιδιού και όταν στο 87΄ έβαλε το δεύτερο γκολ δεν είχε περιθώρια να κάνει άλλη αλλαγή.

Η άλλη μου απορία είναι γιατί αυτός ο μέγιστος άνθρωπος για κάποιο δικό του λόγο , που μόνο αυτός γνώριζε, ενώ πέρασε πάρα πολύ κόσμος από το ΚΑΤ να δει το Γιάννη τον Τομαρά, αυτός δεν πήγε ποτέ.

 

Πώς είναι για έναν ποδοσφαιριστή να κατακτά τίτλους με μία ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό;

Κατέκτησα τέσσερα πρωταθλήματα και δύο κύπελλα. Πολύ σημαντικό είναι για εμένα το γεγονός ότι έπαιξα τελικό κυπέλλου σε ηλικία 20 ετών. Έπαιξα με τον Παπουλίδη, το Βουτσαρά, τον Καμαρά, τον Ανδρέου, το Λουκανίδη κ.α. Μάλιστα, σε μία συγκέντρωση που είχαμε οι παλαίμαχοι για να βγει νέα διοικούσα επιτροπή και εγώ βγήκα δεύτερος, κάτι για το οποίο καυχιέμαι, ο Κώστας Αθανασόπουλος είπε ότι εγώ έχω παίξει συμπαίκτης με τη μεγάλη ομάδα του ’64, οι άλλοι δεν έχουν παίξει. Τότε δεν μου έκανε εντύπωση, τώρα μου κάνει.

Όταν το 1999 βραβεύτηκα από το σύλλογο παλαιμάχων, ζήτησα το μικρόφωνο και είπα ότι όταν σε βραβεύουν άνθρωποι όπως ο Γαζής, ο Πανάκης, ο Λινοξυλάκης, πιστεύεις ότι κάτι προσέφερες και εσύ στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι συγκεκριμένοι ήταν μεγάλες προσωπικότητες και σαν ποδοσφαιριστές και σαν άνθρωποι.

 

 

3om35a.jpg\

Ποια στιγμή σας από την πορεία σας στον Παναθηναϊκό ξεχωρίζετε;

Είναι τη χρονιά 1969-70 όταν κατέγραψα 29 συμμετοχές. Κάποια στιγμή η έκφραση μου μαρτυρούσε ότι δεν ήμουν ευχαριστημένος. Αυτό διότι ο Πετρόπουλος είχε βάλει στην 11αδα 3-4 καινούριους ποδοσφαιριστές. Μία φορά στη Νέα Σμύρνη μου είχε πει ότι κανένας από τις αλλαγές εκτός από εμένα δεν ενσωματώνεται στη ροή του αγώνα. Οπότε μου λέει θα μπαίνεις αλλαγή. Εγώ αντέδρασα του είπα ότι έχω και εγώ φιλοδοξίες, αυτό είναι σα να μου λεει ότι για να παίξω πρέπει να μην τα πηγαίνει καλά ο Παναθηναϊκός. Εσύ μου λέει πηγαίνει δεν πηγαίνει καλά ο Παναθηναϊκός θα πληρώνεσαι κανονικά και όσον αφορά τις φιλοδοξίες σου θα σου δώσω 10 ολόκληρα ματς. Έτσι και έγινε.

Η καλύτερη μου χρονιά ήταν το 1969-70 και τη θυμάμαι χαρούμενος γιατί ήταν η καλύτερη μου χρονιά και λυπημένος γιατί μετά από αυτή τη χρονιά έκανα δύο επεμβάσεις και δεν έπαιξα στην πορεία προς το Γουέμπλει.

Ακολούθως, το 1972 έφυγα από τον Παναθηναϊκό, καθώς ο Ασλανίδης τότε είχε βγάλει μία νέα νομοθεσία και έλεγε ότι από 35 αθλούμενα μέλη που ήταν πριν ο κάθε σύλλογος έπρεπε να έχει 25.

Μετά τον Παναθηναϊκό πήγα στον Ηρακλή μία ομάδα που συμπαθώ και εκτιμώ πολύ.

 

Στη συνέχεια αγωνιστήκατε σε μία άλλη μεγάλη ομάδα του ελληνικού ποδοσφαίρου τον Ηρακλή. Ένα σχόλιο για την παρουσία σας εκεί;

Στην ηλικία που είμαι πρέπει να λέω αλήθειες. Ο Ηρακλής είναι μία πολύ μεγάλη ομάδα, την οποία στηρίζουν πολλοί γηγενής Θεσσαλονικείς και τότε υπήρχε ένας μεγάλος πρόεδρος ο κ. Κοσμόπουλος, ο οποίος είχε μία αντιπολίτευση στο Δ.Σ.

Τη χρονιά που πήγα στον Ηρακλή έγινε ένα λάθος και η ομάδα δεν πήγε τόσο καλά όσο περίμεναν οι φίλαθλοι και γενικότερα το φάσμα του Ηρακλή. Εκείνη τη χρονιά ο Ηρακλής είχε πάρει το Δημήτρη Μύλερ και το Μανώλη Φοράκη από τον Ολυμπιακό, το Γιώργο Δελληγιάννη και εμένα από τον Παναθηναϊκό και το Δημήτρη Γκέσιο από την Κοζάνη. Τα λιγότερα λεφτά τα έδωσε για το Γκέσιο, ο οποίος του «βγήκε» περισσότερο από όλους μας και στη συνέχεια τον πούλησε στην ΑΕΚ.

Από τις υπόλοιπες μεταγραφές οι τρεις ποδοσφαιριστές αγωνιζόμασταν στα χαφ (Ροκίδης, Μύλερ, Δελληγιάννης) και εκεί υπήρχαν ήδη οι Νικολούδης, Καφετζής, Αϊδινίου, Κουσουλάκης. Εκεί έγινε το λάθος. Αυτό έφερε διχόνοια στο σύλλογο με την έννοια ότι οι μεταγραφές πήραν πολλά χρήματα. Για εμένα προσωπικά δεν είχαν κάποια ένσταση τα πρωτοκλασάτα ονόματα του Ηρακλή (Αϊδινίου, Χαλιαμπάλας, Κουσουλάκης, Νικολούδης). Αλλά ακόμη και εγώ θεωρούμουν ξένο σώμα.

Προσωπικά αγαπώ το σύλλογο και θέλω το συντομότερο δυνατόν να βρεθεί εκεί που αξίζει.

Στον Ηρακλή βέβαια, όσο αγωνιζόμουν, υπήρξε και η υπόθεση των «λουλουδιών». Η δική μου εκτίμηση είναι ότι ήταν φτιαχτή από τον κ. Ατματζίδη, όπως ήθελε να κάνει αντιπολίτευση στον κ. Κοσμόπουλο. Ο Ατματζίδης προσέφερε πολλά στον Ηρακλή, φέρνοντας τον Χατζηπαναγή στον Ηρακλή.

Αυτή είναι για μένα η αλήθεια. Κατηγορήθηκα χωρίς να παίξω, αυτό μου κόστισε στην ποδοσφαιρική μου καριέρα, δεν είχε κανένας δικαίωμα να μου ρίξει αυτή τη λάσπη.

 

Τελευταίος σταθμός της ποδοσφαιρικής σας καριέρας υπήρξε ο ΑΟ Χανίων, μάλιστα ήταν και η μοναδική ομάδα με την οποία αγωνιστήκατε στη Β΄ Εθνική. Εκεί πώς ήταν η παρουσία σας;

Τότε στα Χανιά αγωνιζόταν ο συμπαίκτης μου στον Παναθηναϊκό και καθηγητής ΤΕΦΑΑ, Πέτρος Πανόπουλος, ως τερματοφύλακας. Τότε ήμασταν στα Καλάβρυτα για να πάρουμε δίπλωμα προπονητή με καθηγητές το Μάρκοβιτς, το Γεωργιάδη, τον Οδυσσέα Τσούτσο και κάποιους ξένους καθηγητές προπονητών. Εκεί μείναμε δύο μήνες «μέσα» και δίναμε εξετάσεις γραπτά και στο γήπεδο για να πάρουμε το πτυχίο του προπονητή. Όταν τελείωσε το δίμηνο εγώ ήμουν ελεύθερος και με έπεισε ο Πέτρος να πάω στα Χανιά. Όταν πήγα εγώ έδιωξαν τον Πέτρο (πήγε στην Ιωνία Χανίων). Είχαμε έναν προπονητή ονόματι Δημητριάδης και ένα Δ.Σ. που αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο. Εντάχθηκα στα Χανιά και έπαιζα «λαβωμένος», καθώς δεν είχε πετύχει η επέμβαση του μηνίσκου.

Κάποια στιγμή τα Χανιά έβαλαν υψηλούς στόχους, χωρίς όμως να έχουν τις προϋποθέσεις, όταν, λοιπόν, τέθηκε θέμα προπονητή ανάμεσα σε άλλα ονόματα έπεσε στο τραπέζι και το όνομα μου. Τότε σταμάτησα από ποδοσφαιριστής και πήρα την άδεια του προπονητή.

Πρώτοι μου ποδοσφαιριστές ήταν οι πρώην συμπαίκτες μου. Δύσκολη δουλειά, να αναλάβω τους πρώην συμπαίκτες μου. Εμένα επειδή μου αρέσουν τα δύσκολα έπιασα τους συμπαίκτες μου και τους είπα ότι η διοίκηση αποφάσισε να είμαι εγώ ο νέος προπονητής της ομάδας και μπορώ να σας δω σαν ποδοσφαιριστές. Έξω από το γήπεδο δεν αλλάζει τίποτα, όμως στο γήπεδο είμαι ο προπονητής και το ποδόσφαιρο το έχω πάνω και από εσάς και από εμένα. Με αποδέχτηκαν και έτσι ξεκίνησα την προπονητική μου καριέρα. Τα πήγαμε αρκετά καλά και μάλιστα με ποδοσφαιριστές που ήταν δύσκολοι χαρακτήρες.

 

312026644_5701996609889406_5088680968162368045_n.jpg

 

Αυτό σας ώθησε να γίνεται και προπονητής;

Όταν αγωνιζόμουν στον Παναθηναϊκό, μέναμε σε ξενοδοχεία της Κηφισιάς και πίναμε τον καφέ μας στην Αλάσκα (οι παλαιότεροι γνωρίζουν), σε κενές ώρες. Κάποια στιγμή ρωτήσαμε το Μπόμπεκ «κύριε Στέφανε, ποιoί από εμάς μπορεί να γίνει προπονητής;» και επέλεξε εμένα. Αυτό ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθώ με την προπονητική.

Το επόμενο ερέθεισμα ήρθε όταν αγωνιζόμουν στον Ηρακλή από το Λούμπισα Σπάιτς, όταν σε έναν αγώνα με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς ήθελε να δώσει μία εντολή αλλά είχε ένα πρόβλημα με τις φωνητικές του χορδές. Τότε εγώ το κατάλαβα και σηκώθηκα και έδωσα την εντολή που ήθελε στον ποδοσφαιριστή και συγκεκριμένα στο Αϊδινίου, του είπα να κρατάει περισσότερο τη μπάλα. Όταν γύρισα με κοίταξε ο Σπάιτς και στην προπόνηση της Τρίτης είπε σε όλους ότι πρέπει να γίνω προπονητής. Ήταν η δεύτερη μεγάλη δόση που πήρα. Δύο καταξιωμένοι Γιουγκοσλάβοι προπονητές και τρεις Έλληνες ο Λάκης Πετρόπουλος, ο Γαβριήλος Γαζής και ο Χρήστος Ρίμπας συνηγορούσαν ότι μπορώ να γίνω προπονητής.

 

Σαν προπονητής θητεύσατε σε τέσσερις κερκυραϊκές ομάδες (ΑΟ Κέρκυρα, Όλυμπο, ΑΟ Κασσιώπη, ΑΕ Λευκίμμης) και μία ακαδημία. Ένα σχόλιο για την παρουσία σας στους πάγκους των ομάδων και ποια η γνώμη σας για το κερκυραϊκό ποδόσφαιρο;

Τα καλύτερα μου χρόνια προπονητικά. Στο «είναι» μου ήθελα να ανεβάσω το πρεστίζ των ομάδων και να βγάλω ποδοσφαιριστές. Πολλοί ποδοσφαιριστές μπορούσαν να κάνουν καριέρα όμως οι συνθήκες δεν τους ευνόησαν.

Σε τελική ανάλυση 32 χρόνια ασχολήθηκα με την προπονητική και κατέληξα στο ότι δεν έκανα για προπονητής.

Το κερκυραϊκό ποδόσφαιρο θα το παρουσίαζα σαν το οδικό δίκτυο του νησιού. Είναι το ίδιο με πριν 40 χρόνια. Αυξήθηκαν τα αυτοκίνητα, αυξήθηκαν και οι ομάδες και τίποτα δεν έχει αλλάξει!

 

Απέχετε περίπου 20 χρόνια από το χώρο του ποδοσφαίρου. Ποια η γνώμη σας για το ελληνικό ποδόσφαιρο σήμερα;

Xάσαμε την ευκαιρία το 2004 να μπουν οι βάσεις για κάτι καλύτερο. Στο μπάσκετ μετά το 1987 γέμισε μπασκέτες όλη η Ελλάδα, δόθηκαν μπάλες και οι νέοι το αγάπησαν. Στο ποδόσφαιρο οι παράγοντες δεν έπραξαν κάτι ανάλογο.

 

Ποια η γνώμη σας για τον Παναθηναϊκό σήμερα;

Δεν έχω καλή γνώμη, μου κινεί το ενδιαφέρον ότι ο Αλαφούζος για πρώτη φορά αναλαμβάνει πρόεδρος. Η πλάστιγγα έχει γυρίσει και ίσως είναι οι μέρες να χαρούμε ξανά και οι Παναθηναϊκοί.

Γιατί οι παλιές φουρνιές Παναθηναϊκών, χόρτασαν τίτλους και ποδόσφαιρο.

Από τη μεριά μας υπάρχει εκτίμηση στο πρόσωπο του προπονητή. Εύχομαι να καταλήξει αίσια για να χαρούν και οι νέοι ηλικιακά φίλοι της ομάδας.

 

Ποιες οι διαφορές στα χρόνια που παίζατε ποδόσφαιρο με το τώρα;

Μεγάλες διαφορές. Πλέον το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό και σε όλους τους τομείς. Είναι επαγγελματικό, όλη η ζωή ενός ποδοσφαιριστή είναι το ποδόσφαιρο. Στα χρόνια τα δικά μου, με την αγάπη που υπήρχε για το ποδόσφαιρο από εμάς τους ποδοσφαιριστές, αν είχαμε όλα τα σημερινά πλεονεκτήματα, φαντάσου πόσο διαφορετικοί θα είμασταν.

 

Ένα σχόλιο για τον αδερφό σας;

Ο Μανώλης είναι ο εαυτός του, είναι για μένα σπουδαίος. Είναι η πρώτη φορά που μιλάω για τον αδερφό μου, δεν έχω πει κουβέντα, παρά μόνο όταν πιτσιρικάς έγραψε την πρώτη του συμμετοχή και με ρώτησαν οι μεγάλοι δημοσιογράφοι της εποχής (Κονταξής, Παπαζήσης, Γκούμας) και τους είπα ότι θα είναι καλύτερος από εμένα. Αν δεν είχε την ατυχία με τον αστράγαλό του, εγώ τον θεωρώ μεγάλο. Έχει πολύ μεγάλες περγαμηνές σαν προπονητής, ο Μανώλης είναι όπως είχε πει ο Άκης Πάνου "η ζωή μου όλη".

 

 

Επιμέλεια: Αραβανής Αντώνης