Συνέντευξη παραχώρησε στην ιστοσελίδα μας ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, Μπράνισλαβ Νίκιτς.
Πότε και πώς ξεκίνησες την ενασχόλησή σου με το ποδόσφαιρο;
To 1992 λόγω του πολέμου στη Βοζνία μετακομίσαμε στο Βελιγράδι μαζί με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου. Εκεί λόγω του ότι ο ξαδέρφος μου ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Πάρτιζαν με πήγε στις ακαδημίες της. Εκεί άρχισα το ποδόσφαιρο. Η ακαδημία της Πάρτιζαν είναι μία από τις καλύτερες ακαδημίες στην Ευρώπη.
Πες μας λίγα λόγια για την παρουσία σου στην ακαδημία της Πάρτιζαν;
Όπως σου είπα πρόκειται για μία από τις καλύτερες ακαδημίες της Ευρώπης, συνεχώς αναδεικνύει ποδοσφαιριστές, εκεί δουλεύαμε από μικροί σε επαγγελματικά πλαίσια και σε ένα τεράστιο αθλητικό κέντρο. Συχνά αναφέρω ότι «από 10 ετών είμαι επαγγελματίας», εκεί δεν ήταν παιχνίδι, η ζωή μας ήταν σχολείο, προπόνηση και σπίτι για ξεκούραση. Από τα πρώτα βήματα, λοιπόν, αντιμετωπίζω το ποδόσφαιρο επαγγελματικά και όχι σαν παιχνίδι, κάτι το οποίο θεωρώ πώς με κρατάει μέχρι τώρα.
Βέβαια, εσύ έλαβες τα πρώτα σου «ερεθήσματα» όσον αφορά το ποδόσφαιρο από τον πατέρα σου, Νίκολα Νίκιτς, ο οποίος είναι ένας πολύ σπουδαίος ποδοσφαιριστής τόσο για το ελληνικό όσο και για το γιουγκοσλάβικο ποδόσφαιρο. Λειτούργησε ως πρότυπο για εσένα;
Σίγουρα ο πατέρας μου υπήρξε ένας πολύ σπουδαίος ποδοσφαιριστής, πρόκειται για έναν θρύλο του ποδοσφαίρου στη χώρα μου, ενώ έχει αφήσει εποχή και στα ελληνικά γήπεδα. Αυτός ήταν πραγματικά ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, σίγουρα ήταν πρότυπο για εμένα και συνεχίζει να είναι. Πλέον, είναι προπονητής και είναι πρότυπο για εμένα και πέραν από το ποδόσφαιρο, με έχει μάθει πολλά πράγματα για τη ζωή μου.
Ποδοσφαιρικά όπως είπες είχα απο μικρός κάποιον να μου δώσει συμβουλές και να μου μάθει πράγματα για το ποδόσφαιρο. Ήταν αυστηρός μαζί μου, με στήριζε, όμως ποτέ δεν με πίεσε ούτε εμένα να γίνω επαγγελματίας, ούτε τους προπονητές μου. Πολλοί γονείς νομίζουν ότι πιέζοντας καταστάσεις βοηθούν τα παιδιά τους, αυτό είναι λάθος. Εμένα, ο πατέρας μου, μου έλεγε «αν αξίζεις θα τα καταφέρεις, πρέπει να το παλέψεις, δεν χρειάζεσαι ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλο». Σήμερα του χρωστάω πάρα πολλά!
Σε πολύ μικρή ηλικία βρέθηκες στην Ελλάδα λόγω των αγωνιστικών υποχρεώσεων του πατέρα σου στο ελληνικό πρωτάθλημα. Τι σου έχει μείνει από εκείνη την περίοδο;
Ήρθαμε στην Ελλάδα το 1984 και μείναμε έως το 1988, ο πιο σημαντικός σταθμός στην καριέρα του πατέρα μου στην Ελλάδα ήταν ο Άρης, σαν οικογένεια από τότε είμαστε «Αρειανοί». Συχνά πήγαινα στο γήπεδο, όμως δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έμεινε μέσα μου η «κιτρινόμαυρη φλόγα».
Σε νεαρή ηλικία έχεις αγωνιστεί με τις μικρές εθνικές ομάδες της Βοζνίας, ήταν ιδιαίτερα τιμητικό για εσένα να αγωνίζεσαι με το εθνόσημο;
Ναι, έπαιξα στην Κ19 και την Κ21 της Εθνικής Βοζνίας. Είναι κάτι πραγματικά σπουδαίο. Στη χώρα μου είχαμε κάποια προβλήματα λόγω του πολέμου, πολλές κακές ανανμήσεις, δύσκολες καταστάσεις, όμως πρέπει να πηγαίνουμε μπροστά και να ξεχνάμε κάποια πράγματα. Αυτό έχει επηρεάσει και το ποδόσφαιρο. Εγώ προσωπικά είμαι Βόζνιος και είναι μεγάλη τιμή για εμένα που έχω παίξει στις μικρές Εθνικές ομάδες, το τελείο βέβαια θα ήταν να έχω παίξει στην αντρική ομάδα της Εθνικής Βοζνίας, όμως δεν τα κατάφερα.
Πώς αισθάνθηκες όταν σε νεαρή ηλικία κατέκτησες με τη Μόντριτσα την άνοδο από τη Β΄στην Α΄εθνική και την επόμενη σεζόν το κύπελλο Βοζνίας;
Όταν έφτασα 18 ετών είχα δύο επιλογές. Η μία ήταν να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο στην Πάρτιζαν και στη συνέχεια να με στείλουν δανεικό σε άλλη ομάδα. Η άλλη επιλογή ήταν να επιλέξω το δικό μου δρόμο. Έτσι γύρισα στην πόλη μου τη Μόντριτσα και αγωνίστηκα στην τοπική ομάδα που τότε αγωνιζόταν στη δεύτερη εθνική κατηγορία της Βοζνίας. Το πιο σημαντικό ήταν ότι πήρα πολλές συμμετοχές, την επόμενη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα και ανεβήκαμε στην πρώτη εθνική, ενώ εγώ αναδείχθηκα καλύτερος νέος ποδοσφαιριστής της κατηγορίας. Τη σεζόν 2003-04 πήραμε και το κύπελλο Βοζνίας, που αποτελεί την κορυφαία στιγμή στην ιστορία της ομάδας.
Η πρώτη στάση στην Ελλάδα για σένα ήταν ο Αγροτικός Αστέρας, πώς αισθάνθηκες όταν μετά από τόσα χρόνια άφησες τη χώρα σου και ήρθες ξανά στην Ελλάδα;
Κάθε αρχή είναι δύσκολη. Εγώ ήρθα στην Ελλάδα ξανά το 2004 και με έφερε ο Ντίνος Κούης, ο οποίος ήταν τεχνικός διευθυντής στον Αγροτικό Αστέρα. Συγκεκριμένα, ένας συνεργάτης του με είδε σε ένα τουρνουά στη Βοζνία και είπε στον Κούη για εμένα, αυτός πήρε τον πατέρα μου τηλέφωνο και του πρότεινε να έρθω στην Ελλάδα.
Τότε με βοήθησε ότι στην Ελλάδα ήταν όλα τέλεια. Η Εθνική ομάδα είχε πάρει το Euro, είχαν γίνει οι Ολυμπιακοί Αγώνες κλπ. Από εκεί και πέρα είναι γνωστή η σχέση των Ελλήνων με εμάς τους Γιουγκοσλάβους, είμαστε σαν αδέρφια, έχουμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά και αυτό με βοήθησε να προσαρμοστώ γρήγορα. Ως γνωστόν ο ελληνικός λαός είναι ιδιαίτερα φιλόξενος, δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες. Τη δεύετρη χρονιά στην Ελλάδα πήραμε και το πρωτάθλημα στη Γ΄Εθνική, οπότε για μένα όλα ξεκίνησαν πολύ καλά. Στη Θεσσαλονίκη ήξεραν και τον πατέρα μου οπότε είχα μία έξτρα βοήθεια από τον κόσμο.
Πώς αισθάνθηκες όταν τη δεύτερη χρονιά σου στην Ελλάδα κατέκτησες το πρωτάθλημα στη Γ΄Εθνική με τον Αγροτικό Αστέρα, ενώ φτάσατε έως και τα ημιτελικά κυπέλλου αποκλείοντας μάλιστα ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ και ο Εργοτέλης;
Ήταν μια φοβερή χρονιά! Τότε προπονητής της ομάδας ήταν ο Περικλής Αμανατίδης και πρόεδρος ο κ. Ριαβόγλου είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα. Στον Αγροτικό Αστέρα εκείνη τη χρονιά υπήρχαν παίκτες όπως ο Σακελλαρίδης, ο Κυζερίδης, ο Μπενίσκος κ.α.
Στο πρωτάθλημα κάναμε μία πολύ καλή πορεία, παίξαμε πολύ ωραίο ποδόσφαιρο και ανεβήκαμε άνετα στη Β΄Εθνική.
Η ποιότητα της ομάδας φάνηκε και στο κύπελλο, παρά το γεγονός ότι ήμασταν ομάδα Γ΄Εθνικής φτάσαμε στα ημιτελικά κυπέλλου μαζί με τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και την ΑΕΛ. Εμείς παίξαμε με την ΑΕΚ, χάσαμε στην Αθήνα 3-0 και κερδίσαμε 1-0 στην έδρα μας. Σε προηγούμενες φάσεις είχαμε αποκλείσει τον ΠΑΟΚ στα πέναλντι και τον Εργοτέλη που τη χρονιά εκείνη τη χρονιά πήρε το πρωτάθλημα στη Β΄Εθνική. Φοβερή χρονιά, πιστεύω η καλύτερη στην ιστορία του Αγροτικού Αστέρα.
Έχεις χαρακτηριστεί ως «μετρ των ανόδων» καθώς μόνο στην παρουσία σου στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχεις κατακτήσει έξι ανόδους (τρια πρωταθλήματα και τρεις προβιβασμούς) πώς αισθάνεσαι γι΄αυτό;
Απο μικρός είχα κατακτήσει πολλούς τίτλους και ίσως μου έμεινε και στη συνέχεια! Είμαι περήφανος για αυτά και χαίρομαι που έχω δώσει χαρά και στους φίλαθλους της εκάστοτε ομάδας που αγωνιζόμουν. Οι φίλαθλοι χαίρονται πραγματικά όταν η ομάδα έχει καλή πορεία, αυτό είναι τέλειο. Αν δεν κάνεις το συνάνθρωπο σου χαρούμενο, ποιο είναι το νόημα στη ζωή; Eίναι πολύ ωραίο να κάνεις χαρούμενο τον κόσμο που σε στηρίζει καθημερινά.
Ξεχωρίζεις κάποια από τις ανόδους σου;
Σίγουρα χάρηκα την άνοδο με τον Άρη. Βέβαια, κάναμε κάτι αυτονόητο, επαναφέραμε την ομάδα εκεί που πρέπει να είναι. H ομάδα είχε πέσει κυρίως για μη αγωνιστικούς λόγους και πολλές φορές έχω πει μπράβο στον κ. Καρυπίδη που έχει στηρίξει την ομάδα και την επανέφερε τα τελευταία χρόνια εκεί που ανήκει. Είναι όμως μία ομάδα που υποστηρίζω, καθώς έχει παίξει και ο πατέρας μου εκεί. Εγώ κατάφερα να αγωνιστώ σε μεγάλη ηλικία, κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο. Προσωπικά χάρηκα πολύ αυτή την άνοδο.
Στην Καρδίτσα επίσης έχω πολύ καλές σχέσεις με τον κόσμο από την πρώτη θητεία μου. Τότε είχα κάποια προσωπικά προβλήματα και οι άνθρωποι με «αγκάλιασαν». Πέρσι οι κάτοικοι της Καρδίτσας λόγω της πλημμύρας πέρασαν πολύ δύσκολα και ήταν μεγάλη χαρά για αυτούς που κατακτήσαμε το πρωτάθλημα. Βλέπω ότι και φέτος πάνε πολύ καλά και τους εύχομαι τα καλύτερα!
Έχεις αγωνιστεί σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες του ελληνικού ποδοσφαίρου, ποια είναι η γνώμη σου για το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα;
Όχι μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά γενικά, η γνώμη μου είναι ότι τα τελευταία χρόνια το επίπεδο ποιότητας έχει πέσει αρκετά. Στην Α΄Εθνική, υπάρχουν χρήματα, οπότε τα πράγματα είναι καλά, παρακάτω όμως υπάρχει πρόβλημα. Το 2004 που ήρθα στην Ελλάδα στη Β΄Εθνική ήταν πολύ υψηλό το επίπεδο, ακόμα και στη Γ΄Εθνική υπήρχαν παικταράδες. Τα τελευταία χρόνια το επίπεδο πέφτει και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Πλέον, κάθε χρόνο πολλοί ποδοσφαιριστές είναι απλήρωτοι και οι προέδροι δε βρίσκουν εύκολα λεφτά. Προσωπικά δε μου αρέσει που πλέον στο ποδόσφαιρο υπάρχει πολύ στοίχημα, πολλά στημένα ματς, αυτό μου χαλάει την εικόνα που έχω για το ποδόσφαιρο, καθώς είναι ένα άθλημα που ασχολούμαι από μικρός, αγαπάω πάρα πολύ και ζω πραγματικά την κάθε προπόνηση. Για αυτό και παραμένω ακόμη στο ποδόσφαιρο, δεν ξέρω αν θα συνεχίσω για πολύ ακόμα να ασχολούμαι με αυτό (σαν προπονητής κλπ.), η αγάπη μου για το άθλημα είναι αυτό που με κρατάει.
Ποια η διαφορά του ελληνικού ποδοσφαίρου με τις άλλες χώρες που έχεις αγωνιστεί δηλαδή τη Βοζνία, την Κύπρο και την Ελβετία;
Η Ελβετία έχει μεγάλη διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες, εκεί είναι πολύ διαφορετικά όλα οι άνθρωποι, η φιλοσοφία, άλλος τρόπος ζωής κλπ. Στο ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο πειθαρχημένοι και από οικονομικής άποψης είναι όλα τέλεια. Σε Βοζνία, Κύπρο και Ελλάδα δε θεωρώ πώς υπάρχει κάποια μεγάλη διαφορά, είναι τρεις λαοί που μοιάζουν μεταξύ τους.]
Ποια η καλύτερη σου εμπειρία στο χώρο του ποδοσφαίρου, ποίος ο καλύτερος συμπαίκτης και ποίος ο δυσκολότερος αντίπαλος;
Καλύτερη εμπειρία θεωρώ πώς ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα μπροστά στον κόσμο του Άρη, το φιλικό με τη Μπόκα Τζούνιορς, το Κλ. Βικελίδης ήταν γεμάτο είναι μία εμπειρία που θα μου μείνει για πάντα.
Καλύτερο συμπαίκτη δεν μπορώ να πω κάποιον συγκεκριμένο, έχω πολύ καλές σχέσεις με τα περισσότερα παιδιά που έχω παίξει συμπαίκτης. Στο τέλος αυτό που μενει από το ποδόσφαιρο είναι οι φιλίες, πλέον έχω παντού φίλους μέσα από το ποδόσφαιρο, οι οποίοι ξέρω ότι θα με βοηθήσουν αμα χρειαστώ κάτι και εγώ αντίστοιχα αυτούς. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα που κέρδισα μέσα από το ποδόσφαιρο.
Δυσκολότερος αντίπαλος για εμένα ένας Βραζιλιάνος παίκτης, Έβερτον λέγεται, τον οποίο συνάντησα στην Ελβετία. Έπαιζε στο κέντρο και τον αντιμετώπισα τέσσερις φορές, καθώς στην Ελβετία οι γύροι είναι τέσσερεις. Πργαματικά ήταν φοβερός μέσα στο γήπεδο. Μετά από δύο χρόνια πήρε μεταγραφή για την Πάρτιζαν και στη συνέχεια αγωνίστηκε στη Serie A, με τη ΣΠΑΛ. Δεν ήταν δηλαδή τυχαίο που με δυσκόλεψε τόσο πολύ.
Είναι ιδιαίτερα τιμητικό γαι εσένα που κατάφερες να αγωνιστείς σε μία από τις πέντε μεγαλύτερες ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Άρη;
To να παίξω στην αγαπημένη μου ομάδα στην Ελλάδα, η οποία έμελλε να γίνει η «ομάδα της καρδιάς μου», με την οποία έχω μεγαλώσει και που ο πατέρας μου άφησε το στίγμα του, ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ήταν κάτι «γραφτό» πιστεύω να συμβεί. Από όταν ήρθα στην Ελλάδα τρείς φορές έφτασα κοντά στον Άρη. Στην Ελλάδα με έφερε ο θρύλος του Άρη και του ελληνικού ποδοσφαίρου, Ντίνος Κούης. Δεν έτυχε να αγωνιστώ νωρίτερα και αυτό ήρθε στην προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία των 34 ετών. Είναι κάτι που μέσα μου ήθελα πάρα πολύ. Είναι ιδιαίτερα τιμητικό για μένα που έπαιξα μπροστά σε αυτόν τον κόσμο και που άφησα και εγώ ένα μικρό «σημάδι» στην ομάδα αυτή.
Στο κερκυραϊκό φίλαθλο κοινό έμεινες ιδιαίτερα αγαπητός από την παρουσία σου στον ΑΟΚΚ. Ο κόσμος εκτίμησε ιδιαίτερα την προσφορά σου. Ένα σχόλιο για την παρουσία σου στην κερκυραϊκή ομάδα;
Tόσο η Κέρκυρα σαν πόλη όσο και η κερκυραϊκή ομάδα στην οποία αγωνίστηκα έχουν κυρίαρχη θέση και στη ζωή μου και στην καριέρα μου. Ήρθα στην ομάδα όταν ήταν στη Β΄Εθνική όταν ήταν προπονητής ο Αλέκος Βοσνιάδης, στον οποίον χρωστάω πάρα πολλά γιατί με βοήθησε αρκετά. Είναι η μόνη ομάδα που έπαιξα Α΄Εθνική στην Ελλάδα. Έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό για αυτή την ομάδα που μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω Α΄Εθνική. Μπορεί να μην ήμουν ο καλύτερος παίκτης, όμως έπαιζα με πάθος και αυτό είναι κάτι που ο κόσμος κατάλαβε και το αναγνώρισε. Ήταν μία φοβερή εμπειρία. Βέβαια, έγιναν και κάποια αρνητικά πράγματα, η ομάδα διαλύθηκε, πολλοί παίκτες χάσαμε χρήματα. Συμβαίνουν και αυτά. Βέβαια, έχασα λεφτά αλλά κέρδισα πιο πολλά πράγματα...
Έχω πολύ καλή σχέση με τον κόσμο της Κέρκυρας, εδώ γνώρισα τη γυναίκα μου, η οποία είναι φοβερή, το παιδί μου επίσης γεννήθηκε εδώ. Η Κέρκυρα έγινε πλέον σπίτι μου, είναι ένα μέρος που με κέρδισε από την πρώτη μέρα. Πλέον έχω πολλούς φίλους στην Κέρκυρα, έχω γνωρίσει πολύ καλά παιδιά, πολλά παιδιά είναι εδώ όπως ο Κώστας ο Γεωργακόπουλος, ο οποίος είναι ένας πολύ καλός μου φίλος και ήταν και συμπαίκτης μου, κάποια άλλα παιδιά από τη διοίκηση επίσης και κάποια παιδιά που δεν είναι πλέον στο νησί. Η Κέρκυρα με έχει «αγκαλιάσει»! Δεν είναι τυχαίο που έμεινα στο νησί.
Είναι κρίμα ότι έγινε με την ομάδα, «πονάω» επίσης κάθε φορά που βλέπω την κατάσταση στο ΕΑΚΚ, ένα γήπεδο στο οποίο έδωσα τα καλύτερα μου χρόνια. Είναι ντροπή να το βλέπουμε σε αυτή την κατάσταση. Πρέπει κάτι να γίνει.
Πώς αισθάνθηκες όταν για πρώτη φορά σε ηλικία 33 ετών αγωνίστηκες στη Superleague;
Tην προηγούμενη χρονιά ήμουν στη Ζάκυνθο και μιλούσα με το φίλο και συμπαίκτη μου Θωμά Γραικό και του έλεγα πώς πάντα πρέπει να έχουμε στόχους για να πάμε μπροστά και του έφερα ως παράδειγμα ότι εγώ την επόμενη χρονιά ήθελα να παίξω Α΄Εθνική! Τον Ιανουάριο της ίδιας περίοδου ήρθα στην Κέρκυρα και κατακτήσαμε την άνοδο στη Superleague. Όντως την επόμενη χρονιά έπαιξα στην Α΄Εθνική για πρώτη φορά. Όταν κάτι το θέλεις πολύ και πιστεύεις τότε αυτό γίνεται.
Η παρουσία μου στην Α΄Εθνική ήταν μία μεγάλη εμπειρία για εμένα, έζησα μοναδικές στιγμές, αξέχαστες, το είδα σα μια δεύτερη ευκαιρία στην καριέρα μου, καθώς είχα φτάσει και παλαιότερα κοντά στο να παίξω Α΄Εθνική και δεν έτυχε. Έδωσε τον καλύτερο μου εαυτό και ήταν μία από τις καλύτερες χρονιές της καριέρας μου -αν όχι η καλύτερη-. Ήταν να μείνω και την επόμενη χρονιά, όμως ήρθε η πρόταση από τον Άρη, την οποία δεν μπορούσα να αρνηθώ, μόνο για αυτό είχα φύγει.
Περιέγραψε μας τα συναισθήματα σου όταν σημείωσες το πρώτο σου γκολ στην Α΄Εθνική, κόντρα στη Λάρισα, το οποίο ήταν μάλιστα και πολύ σημαντικό;
Στα 34 μου έβαλα το πρώτο μου γκολ στην Α΄Εθνική, κόντρα στη Λάρισα. Φορούσα το νούμερο 83 και σημείωσε το γκολ στο 83ο λεπτό της αναμέτρησης. Ήταν ένα πολύ σημαντικό γκολ και το χάρηκα ιδιαίτερα, καθώς αν χάναμε θα μέναμε πίσω στη βαθμολογία και θα παλεύαμε για την παραμονή. Πέτυχα αυτό το γκολ πήραμε τον ένα βαθμό, στη συνέχεια κάναμε κάποιες νίκες και τερματίσαμε στη 10η θέση, ενώ ήμασταν φαβορί για υποβιβασμό. Φοβερή δουλεία από το Μιχάλη Γρηγορίου, ήταν όλα τέλεια εκείνη τη χρονιά.
Πλέον είσαι ποδοσφαιριστής της ΑΕ Λευκίμμης πως αισθάνεσαι για αυτό και ποιοι οι στόχοι σου για τη νέα χρονιά;
Ήρθε μία πρόταση από τον προπονητή της ομάδας, Αντώνη Δρακόπουλο, με τον οποίον είμαστε φίλοι από την Πρέβεζα. Πρόκειται για έναν πολύ καλό προπονητή και σπουδαίο άνθρωπο, τον οποίον εκτιμώ πάρα πολύ. Πλέον έχω επιστρέψει μόνιμα στο νησί με την οικογένεια μου, ανοίξαμε και ένα μαγαζί και σκεφτόμουνα μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσω. Υπάρχουν αρκετές ομάδες εδώ στο νησί που προσπαθούν να κάνουν κάτι καλό, όμως αυτή τη στιγμή η ομάδα της Λευκίμμης βρίσκεται στο καλύτερο επίπεδο. Με πήρε τηλέφωνο αρχικά ο προπονητής και μετά ο πρόεδρος και κάποια παιδιά από τη διοίκηση. Προσωπικά έκανα την έρευνα μου, άκουσα τα καλύτερα για την ομάδα και επειδή η φλόγα για το ποδόσφαιρο δεν έχει σβήσει ακόμα μέσα μου, συμφώνησα να αγωνιστώ εκεί τη νέα χρονιά. Πλέον εδώ και περίπου 3 εβδομάδες είμαι εκεί και περιμένω την έναρξη του πρωταθλήματος. Θετική εντύπωση μου έκανε από την αρχή το οικογενειακό κλίμα της ομάδας.
Ένα σχόλιο για το πρώτο σου ματς με την ΑΕ Λευκίμμης κόντρα στον Τηλυκράτη;
Επι δύο μήνες δεν είχα κάνει προπόνηση, καθώς είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με κάποια άλλα πράγματα. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά στη ζωή μου. Πήγα στη Λευκίμμη έκανα μία προπόνηση και την επόμενη μέρα ο κόουτς μου είπε ότι έχει βγει το δελτίο και θα παίξω κανονικά. Το αρχικό πλάνο ήταν να παίξω 60 λεπτά, καθώς είναι πολύ δύσκολο να αγωνιστεί κανείς χωρίς προπόνηση. Τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε ο αγώνας να οδηγηθεί στην παράταση και κατόπιν στα πέναλντι. Πήγα να εκτελέσω το πέναλντι περπατώντας, καθώς δεν είχα δυνάμεις.
Στον αγώνα αυτό η ομάδα έδιεξε πώς δεν τα παρατάει, μείναμε τρεις φορές πίσω στο σκορ. Ήταν πραγματικά ματσάρα. Όταν δίνεις τον καλύτερο σου εαυτό πιστεύω η μπάλα σου δίνει αυτό που πρέπει, αντίθετα όταν «κοροϊδεύεις» η μπάλα σου γυρνάει τη πλάτη. Η ομάδα έχει χαρακτήρα νικητή και δεν τα παρατάει. Πιστεύω να έχουμε ανάλογη συνέχεια και να τερματίσουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε, έχουμε καλή ομάδα και πάμε να δώσουμε το 100%.
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Αυτή τη στιγμή είμαι ποδοσφαιριστής της ΑΕ Λευκίμμης. Η ομάδα είναι πολύ σωστή απέναντι μου. Από τη πλευρά μου τους εξήγησα ότι έρχομαι να βοηθήσω την ομάδα και όχι απλά να παίξω άλλη μία χρονιά. Μου έδωσαν και ένα σπίτι εκεί, προκειμένου να μην κάνω καθημερινά πολλά χιλιόμετρα. Θα είμαι εκεί και θα λειτουργώ σαν επαγγελματίας και θα βοηθήσω με την εμπειρία μου εντός και εκτός γηπέδου. Αυτή τη στιγμή είμαι επικεντρωμένος στη Λευκίμμη.
Ακόμα χαίρομαι την κάθε στιγμή στην προπόνηση, είπα ότι όταν έρθει η πρώτη μέρα που θα βαρεθώ στην προπόνηση θα σταματήσω το ποδόσφαιρο. Το μέλλον μου πάντως είναι στην Κέρκυρα.
Έχεις ζήσει συνολικά σε δέκα ελληνικές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Ναύπακτο, Μυτιλήνη, Αγρίνιο, Πρέβεζα, Καρδίτσα, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Ρέθυμνο και Κατερίνη) ποια πόλη σου άρεσε περισσότερο;
Δύσκολη ερώτηση. Είμαι ανάμεσα σε δύο, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα. Η Θεσσαλονίκη πάντα μου άρεσε και λεχω ζήσει αρκετά χρόνια εκεί τρια με την οικογένεια μου, δύο όταν έπαιζα στον Αγροτικό Αστέρα και ένα όταν έπαιζα στον Άρη.
Σα νησί μου αρέσει πάρα πολύ η Κέρκυρα, δεν έχω θέμα στο νησί αυτό. Ίσως τα χρόνια που πέρασα με την ομάδα, ότι εδώ γνώρισα τη γυναίκα μου και γεννήθηκε ότι εδώ γεννήθηκε το παιδί μου συντελούν σε αυτό. Πραγματικά την Κέρκυρα τη νιώθω «σπίτι μου» πλέον. Έχω γνωρίσει πολλούς φίλους στην Κέρκυρα και όσο περνάει ο καιρός γνωρίζω περισσότερους. Πλέον είμαι σίγουρος ότι θα μείνω εδώ και είμαι πολύ χαρούμενος γι΄αυτό.
Τι μήνυμα θα έστελνες σε ένα παιδί που ξεκινάει τώρα την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο;
Πολύ καλή ερώτηση. Όταν ξεκινάγα το ποδόσφαιρο εγώ τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Πλέον έχει γίνει business. Πριν μερικά χρόνια είχαμε πάει σε ένα σχολείο και μιλήσαμε με τα παιδιά. Από τις 25 ερωτήσεις οι 22 είχαν να κάνουν με τα λεφτά. Ζούμε σε τέτοιον κόσμο που δυστυχώς μόνο τα λεφτά έχουν σημασία, ναι μεν δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά αλλά δεν είναι μόνο αυτά στη ζωή.
Το μήνυμα μου είναι να αγαπάνε ο ποδόσφαιρο, να το κάνουν επειδή πραγματικά τους αρέσει. Το ποδόσφαιρο είναι δουλειά και εγώ από το ποδόσφαιρο ζω τόσα χρόνια, όμως δεν το είδα ποτέ μόνο σα δουλειά. Ο αθλητισμός γενικότερα είναι ότι καλύτερο υπάρχει. Για εμένα το ποδόσφαιρο είναι το πάθος μου, είναι το χόμπι μου μέσα από το οποίο μπόρεσα να ζήσω την οικογένεια μου. Ευχαριστηθείτε, λοιπόν, το ποδόσφαιρο, καντε το επειδή το αγαπάτε και δώστε τα όλα, γιατί το ποδόσφαιρο είναι όλα ή τίποτα. Μέσα από αυτό θα κερδίσετε πολλά, μέσα από αυτό θα γνωρίσετε τον κόσμο και θα κάνετε φιλίες, γιατί όταν τελειώνεις το ποδόσφαιρο αυτό μένει και είναι πραγματικά υπέροχο.